κακοθήλυκο

κακοθήλυκο
το
κακό θηλυκό, βρομοθήλυκο: Μην κάνεις παρέα μ' αυτό το κακοθήλυκο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοθήλυκο — το 1. διεστραμμένη γυναίκα 2. διεφθαρμένη γυναίκα, βρομοθήλυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θηλυκό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”